- καταστόχασις
- καταστόχασις, -άσεως, ἡ (Μ) [καταστοχάζω]καταστοχασμός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταστοχάσεως — καταστοχάσεω̆ς , καταστόχασις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)